- πεικόν
- τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «πικρὸν, πευκεδανόν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεῖκον — πέκω comb pres part act masc voc sg (epic) πέκω comb pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) πέκω comb imperf ind act 3rd pl (epic) πέκω comb imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek